- Ἀλύβᾶς
- Ἀλύβᾶς, αντος: feigned name of a place, with a play upon ἀλάομαι (‘Wanderley’), Od. 24.304†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
Ἀλύβας — Ἀλύβᾱς , Ἄλυβας masc nom sg Ἀλύβᾱς , Ἀλύβη fem acc pl Ἀλύβᾱς , Ἀλύβη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αλύβας — Μυθολογικό πρόσωπο. Βρικόλακας που εμφανιζόταν, κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, στην περιοχή της ελληνικής αποικίας Τέμεσας. Λεγόταν και Ήρως ή Α. Ήρως. Πίστευαν ότι ήταν o βρικόλακας του Πολίτη, ο οποίος είχε βιάσει μια παρθένα και… … Dictionary of Greek
Ἀλυβάντων — Ἄλυβας masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλύβαντα — Ἄλυβας masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλύβαντι — Ἄλυβας masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλύβαντος — Ἄλυβας masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλίβας — Όνομα που έδιναν οι αρχαίοι σε ποταμό που βρισκόταν, σύμφωνα με τις θρησκευτικές αντιλήψεις τους, στον Άδη. Από τον ποταμό αυτό ονομάστηκε και η φυλή Αλιβαντίς. Α. λεγόταν και o ιδρυτής της πόλης Μεταπόντιο. Η πόλη αναφέρεται και με τα ονόματα… … Dictionary of Greek